ραγοειδής

ραγοειδής
-ές / ῥαγοειδής, -ές, ΝΑ [ῥάξ, ῥαγός]
αυτός που μοιάζει με ράγα, ο όμοιος με ρώγα («ραγοειδής υμένας» — ο μεσαίος υμένας τού οφθαλμού)
νεοελλ.
φρ. «ραγοειδής χιτώνας»
ανατ. σύνολο οφθαλμικών ιστών, μεσοδερμικής προέλευσης, που περιλαμβάνει την ίριδα, το ακτινωτό σώμα και τον χοριοειδή χιτώνα τού οφθαλμού, αλλ. αγγειώδης χιτώνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ῥαγοειδής — like berries masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαγοειδῆ — ῥαγοειδής like berries neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥαγοειδής like berries masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ῥαγοειδής like berries masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαγοειδεῖ — ῥαγοειδής like berries masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ῥαγοειδής like berries masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαγοειδοῦς — ῥαγοειδής like berries masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • αγγειώδης — ες (Α ἀγγειώδης) [ἀγγεῑο] αυτός που μοιάζει με αγγείο, κοίλος νεοελλ. ο ραγοειδής χιτώνας τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. vascular bundle] …   Dictionary of Greek

  • πομοειδή — τα βοτ. οικογένεια τών ροδιδών, τής τάξης ροδώδη, τής οποίας κύριο χαρακτηριστικό είναι ο ψευδής ραγοειδής καρπός και η οποία περιλαμβάνει σημαντικά οπωροφόρα, όπως την αχλαδιά, τη μηλιά, την κυδωνιά, τη μουσμουλιά, τη μεσμιλιά, τη μουτζιά, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • ραγοειδίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού ραγοειδούς χιτώνα τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραγοειδής + ίτιδα] …   Dictionary of Greek

  • ραγώδης — (I) ῶδες, Α [ῥάξ, ῥαγός] ραγοειδής («ρἁγώδης καρπός στρύχνου», Θεόφρ.). (II) ώδες, Α [ῥάγος] ο γεμάτος ρήγματα, ρωγμές, καταραγισμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”